νερόβραστος

νερόβραστος
-η, -ο
1. αυτός που μαγειρεύεται χωρίς λάδι ή λίπος: Νερόβραστα φασόλια.
2. μτφ., άχαρος άνθρωπος, άνοστος, σαχλός: Νερόβραστος γαμπρός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νερόβραστος — η, ο 1. αυτός που έχει βραστεί μόνο με νερό 2. ανούσιος, άνοστος 3. μτφ. ανόητος, σαχλός 4. αυτός που δεν έχει καθόλου ζωτικότητα, απαθής, ψυχρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”